- ομπρελοθήκη
- και ομβρελλοθήκη, η1. ειδική θήκη για τοποθέτηση τών ομπρελών2. μικρό έπιπλο όπου τοποθετούνται οι ομπρέλες για να στεγνώσουν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομπρελοθήκη — η έπιπλο για την τοποθέτηση των ομπρελών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
ομβρελοθήκη — η βλ. ομπρελοθήκη … Dictionary of Greek